-
1 νεακόνητος
νε-ᾰκόνητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεακόνητος
См. также в других словарях:
νεακόνητος — και νεοκόνητος, ον (Α) αυτός που πρόσφατα έχει ακονιστεί («νεακόνητον αἶμα χειροῑν ἔχων», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ἀκονῶ «ακονίζω»] … Dictionary of Greek